Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξάφνου [ksáfnu] επίρρ. : (σε αφηγήσεις, σε περιγραφή γεγονότος που συμβαίνει χωρίς να το περιμένει κανείς) ξαφνικά, απροειδοποίητα: Ενώ δεν την περίμενε, ~ την αντίκρισε μπροστά του.
[μσν. ξάφνου < εξάφνου με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *εξάφνω (πρβ. αξάφνω με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ) < φρ. εξ- αρχ. ἄφνω `ξαφνικά΄ και τροπή [o > u] αναλ. προς άλλα επιρρ. -ου: κάπου]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξάφνου, επίρρ.,
- βλ. εξάφνου.