Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξάστερος, επίθ.
-
- α) (Προκ. για τον ουρανό) γεμάτος αστέρια, αίθριος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [333])·
- β) (συνεκδ.) διαυγής, καθαρός:
- τα νερά … ήσαν ξάστερα ώσπερ τα άστρα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 99r).
[<ουσ. εξάστερον. Η λ. και σήμ.]
- α) (Προκ. για τον ουρανό) γεμάτος αστέρια, αίθριος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξάστερος -η -ο [ksásteros] Ε5 : 1.που είναι γεμάτος αστέρια και είναι καθαρός από σύννεφα· έναστρος, αίθριος: ~ ουρανός. Ξάστερη νύχτα. || που δεν καλύπτεται από σύννεφα: ~ λάμπει ο ήλιος. 2. (μτφ.) που αποπνέει ειλικρίνεια, ευθύτητα και ψυχική καθαρότητα: Ξάστερο πρόσωπο. Ξάστερη ματιά. Ξάστερο βλέμμα.
ξάστερα ΕΠIΡΡ. (έκφρ.) καθαρά και ~, απερίφραστα: Σου το δηλώνω καθαρά και ~. [μσν. ξάστερος < εξάστερος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εξ- (> ξε-) αστέρ(ι) -ος (διαφ. το ελνστ. ἑξάστερος `τα έξι αστέρια, η πούλια΄)]