Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξάρτι το [ksárti] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : τα σκοινιά που συγκρατούν τα κατάρτια και τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου.
[μσν. ξάρτι(ον) < εξάρτιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων., ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἐξάρτιος `σκοινί κατάλληλο για κρέμασμα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξάρτι το,
- βλ. εξάρτιον.