Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξάπλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξάπλα η [ksápla] Ο25α : (οικ.) α. νωθρό, νωχελικό ξάπλωμα: Aγαπάει πολύ την ~ και το ραχάτι. Ρίξαμε κάτι ξάπλες! β. (μτφ.) ως χαρακτηριστικό της τεμπελιάς και της αδράνειας: Συνήθισε στην ~ και του κακοφαίνεται τώρα που δουλεύει. Tο ΄χει ρίξει στην ~. ΦΡ μάσες* ξάπλες (φούμες). || (ως επίρρ.): Kάθεται ~ όλη μέρα. Tον βρήκα ~ στον καναπέ.

[ξαπλ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.) ή από τ. της προστ. του ρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαπλάρω [ksapláro] Ρ6α : (οικ.) ξαπλώνω (με μια έννοια επίτασης): Θα ~ και δε θα σηκωθώ πριν τις δώδεκα.

[ξάπλ(α) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες