Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξάναμμα το [ksánama] Ο49 : παροδικό αίσθημα θερμότητας στο πρόσωπο που προκαλείται συνήθ. από ψυχική αναταραχή ή από έντονη σωματική προσπάθεια και που εκδηλώνεται συνήθ. με κοκκίνισμα.
[μσν. ξάναμμα < ξανάβ(ω) -μα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξάναμμα το.
-
- Άναμμα φωτιάς (εδώ ως σύστ. αντικ.):
- πλερωμό να πλερώσει οπού ξανάφτει το ξάναμμα (Πεντ. Έξ. XXII 5).
[<ξανάφτω + κατάλ. ‑μα. Τ. εξ‑ παλαιότ. (11.-12. αι., LBG). Η λ. και σήμ.]
- Άναμμα φωτιάς (εδώ ως σύστ. αντικ.):