Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νώτα τα [nóta] Ο39 : 1.το πίσω τμήμα του σώματος του ανθρώπου που εκτείνεται από τους ώμους έως τη μέση, κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης· ράχη, πλάτη: Tου έστρεψα τα ~, του γύρισα την πλάτη. (έκφρ.) στρέφω* τα ~ μου. || το αντίστοιχο τμήμα του σώματος των σπονδυλωτών ζώων. 2. τα πίσω τμήματα μιας στρατιωτικής παράταξης: Ενισχύω / καλύπτω / προστατεύω τα ~ του στρατού από τις εχθρικές επιθέσεις. || (μτφ.): Kαλύπτω τα ~ μου, παίρνω τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να αντιμετωπίσω μια ενδεχόμενα ύπουλη ενέργεια εναντίον μου.
[λόγ. < αρχ. νῶτα πληθ. του νῶτος τό, ὁ `πλάτη΄]