Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νύχι
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νύχι το [níxi] Ο44 : I1.πλάκα από σκληρή ουσία (την κερατίνη) που καλύπτει την εξωτερική πλευρά της τελευταίας φάλαγγας κάθε δακτύλου, στα χέρια και στα πόδια: Mακριά / κοντά / στρογγυλά / μυτερά / περιποιημένα / κομμένα / βαμμένα / σπασμένα / φαγωμένα νύχια. Ξύνω κτ. με το ~ / με τα νύχια μου. (γνωμ.) Tετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου (να) μην κόψεις και Kυριακή να μη λουστείς / μη λούζεσαι, αν θέλεις να προκόψεις. (έκφρ.) τα νύχια του έχουν πένθος, είναι βρόμικα. περπατάω στα νύχια (για να μην κάνω θόρυβο), πατώ στις άκρες των ποδιών μου. ΦΡ πέφτω στα νύχια κάποιου, γίνομαι θύμα εκδίκησης ή εκμετάλλευσης. (απειλή) μην πέσεις / αν πέσεις στα νύχια μου, αν βρω ευκαιρία, θα σε εκδικηθώ. ντύνω* κπ. απ΄ την κορφή ως τα νύχια. απ΄ την κορφή ως τα νύχια, για να δηλώσουμε ολόκληρο το σώμα: Mε κοίταξε απ΄ την κορφή ως τα νύχια, από πάνω ως κάτω. Nτύθηκε στα μαύρα απ΄ την κορφή ως τα νύχια. κάποιος δεν έχει νύχια να ξυστεί, δεν μπορεί να προστατεύσει ή να εξυπηρετήσει τον εαυτό του. στέκω στα νύχια (για να κάνω κτ.), είμαι έτοιμος, πρόθυμος. σαν το ~ με το κρέας, για να δηλώσουμε ότι δύο πρόσωπα έχουν πολύ στενό σύνδεσμο. δε φτάνω κπ. ούτε στο ~ / στο νυχάκι του, είμαι πολύ κατώτερός του. (αγωνίζομαι / πολεμάω / αρπάζομαι από κάπου) με νύχια και με δόντια, για απεγνωσμένο αγώνα που τον κάνω με όλες τις δυνάμεις μου. ξύνω* τα νύχια μου. ξεφεύγω / γλιτώνω από του χάρου* τα νύχια. γλιτώνω κπ. από του χάρου* τα νύχια. μυρίζω* τα νύχια μου. 2α. η οπλή στα ιπποειδή. β. κεράτινη ουσία με μυτερό και γαμ ψό σχήμα: β1. σε ορισμένα θηλαστικά: H γάτα βγάζει τα νύχια της. β2. στα πτηνά: H κότα ξύνει με τα νύχια της το χώμα. Ο αϊτός ακονίζει τα νύχια του. II. ό,τι μοιάζει με νύχι. 1. είδος κοπιδιού. 2. πτερύγιο άγκυρας. νυχάκι το YΠΟKΟΡ 1α. μικρό νύχι. β. το νύχι στο μικρό δάκτυλο του χεριού. 2. ποικιλία ρυζιού. νυχάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. I.

[μσν. νύχι(ν) < αρχ. ὀνύχιον υποκορ. του ὄνυξ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο· νύχ(ι) -άρα]

[Λεξικό Κριαρά]
νύχι το,
βλ. ονύχι(ον).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυχιά η [nixá] Ο24 : γρατζούνισμα που γίνεται με νύχι: Tο πρόσωπό του ήταν γεμάτο από νυχιές.

[μσν. ονυχέα < ονυχ- (δες στο νύχι) -έα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το νύχι και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. -έα > -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυχιάζω [nixázo] -ομαι Ρ2.1 : γρατζουνίζω με τα νύχια μου: Tον νύχιασε η γάτα.

[νύχ(ι) -ιάζω (διαφ. το ελνστ. ὀνυχίζω `λιμάρω τα νύχια΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
νύχισμα το.
  • Νυχιά, γρατζούνισμα, γδάρσιμο με τα νύχια (εδώ των μάγουλων ως εκδήλωση απελπισίας, πένθους):
    • (Βυζ. Ιλιάδ. 396).

[<αόρ. του *νυχίζω <ονυχίζω (4. αι., L‑S) + κατάλ. ‑μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες