Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νύφη η [nífi] Ο30α πληθ. οικ. και νυφάδες συνήθ. στη σημ. 2 : 1α.σε σχέση με το μυστήριο ή με την τελετή του γάμου, γυναίκα που πρόκειται να παντρευτεί ή που μόλις παντρεύτηκε: Ο γαμπρός περιμένει τη ~ στην εκκλησία. Δεν ντύθηκε ~, πήγε να παντρευτεί με ένα απλό φόρεμα. Είναι ντυμένη στα άσπρα σαν ~. Kαμαρώνει σαν ~. || (επέκτ.) αρραβωνιαστικιά. ΦΡ πληρώνω τη ~, πληρώνω τη ζημιά ή αναλαμβάνω τις συνέπειες μιας επιπόλαιας πράξης που κατέληξε σε αποτυχία· ΣYN ΦΡ πληρώνω τα σπασμένα. ΠAΡ Σαν θέλει η ~ κι ο γαμπρός τύφλα* να ΄χει ο πεθερός. Όλα του γάμου δύσκολα κι η ~ γγαστρωμένη*. β. κοπέλα που βρίσκεται σε ηλικία γάμου: Πλούσια / περιζήτητη / πολύφερνη ~. γ. (μτφ.) για ωραία παράλια πόλη· νύμφη2. 2. παντρεμένη γυναίκα σε σχέση με τους γονείς ή με τα αδέρφια του άντρα της: H πεθερά / η κουνιάδα αγαπάει τη ~ της. Ήρθαν να τους δουν τα παιδιά και οι νυφάδες τους / οι νύφες και οι γαμπροί τους. (έκφρ.) σαν τη ~ με την πεθερά*. ΠAΡ ΦΡ τα λέω στην πεθερά / σένα τα λέω πεθερά για να τ΄ ακούει η ~, για παρατήρηση που την απευθύνουμε σε έναν τρίτο, έμμεσα για να την ακούσει κάποιος άλλος που είναι άμεσα ενδιαφερόμενος.
νυφούλα η YΠΟKΟΡ 1. Έγινε / ντύθηκε ~. || (μτφ.): H μυγδαλιά ντύθηκε ~, έβγαλε τα λευκά λουλούδια της. 2. H αγαπημένη μου ~. [μσν. νύφη < αρχ. νύμφη με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] · νύφ(η) -ούλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- νύφη η,
- βλ. νύμφη.