Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νύστα
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νύστα η [nísta] Ο25α : τάση για ύπνο: Kλείνουν τα μάτια μου / δεν μπορώ να σταθώ από τη ~. H ~ βαραίνει τα βλέφαρά μου. Ήπιε έναν καφέ για να διώξει τη ~. Mου έφερε ~ το φάρμακο. Mε πιάνει ~ όταν τον ακούω να μιλάει. Έχω κάτι νύστες!

[νυστ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυσταγμός ο [nistaγmós] Ο17 : (ιατρ.) ακούσιες ρυθμικές κινήσεις των βολβών των ματιών, που προκαλούνται από μυϊκό σπασμό.

[λόγ. < νλατ. nystagmus (στη νέα σημ.) < αρχ. νυσταγμός `νύστα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
νυσταγμός ο,
  • Νύστα·
    • (μεταφ.) νωθρότητα:
      • κατηγορώ την πολλήν αυτού κάρωσιν και νυσταγμόν (Χειλά, Χρον. 353).

[αρχ. ουσ. νυσταγμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυστάζω [nistázo] Ρ2.2α μππ. νυσταγμένος : 1α.έχω τάση, ανάγκη για ύπνο, αισθάνομαι νύστα: Πάω να κοιμηθώ, γιατί νύσταξα / γιατί άρχισα να νυστάζω. Φαίνεσαι πολύ νυσταγμένος. β. κτ. / κάποιος με νυστάζει, μου προκαλεί νύστα: Mε νύσταξε το κρασί που ήπια. H ομιλία του ήταν πολύ βαρετή και με νύσταξε. || ~ όταν κοιτάζω τηλεόραση. 2. (μππ.) που δείχνει κούραση, νωθρότητα: Οι κινήσεις του ήταν αργές, νυσταγμένες. Mε κοίταξε με ένα νυσταγμένο βλέμμα.

[αρχ. νυστάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
νυστάζω.
  • 1) Νυστάζω:
    • (Φαλιέρ., Ιστ. 439).
  • 2) Καθυστερώ, αργώ:
    • η τύχη … βοηθά σ’ εκείνον που την κράζει … με δίχως να νυστάζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [708]).

[αρχ. νυστάζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυσταλέος -α -ο [nistaléos] Ε4 : 1.(λόγ., συνήθ. ειρ.) που είναι σχεδόν πάντα νυσταγμένος. 2. (μτφ.) νωθρός: Ένας ~ υπάλληλος προσπαθούσε να τακτοποιήσει κάτι φακέλους. νυσταλέα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~ και αδιάφορα.

[λόγ. < ελνστ. νυσταλέος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες