Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νότος ο [nótos] Ο18 (χωρίς πληθ.) : 1.το ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα που αντιστοιχεί στη διεύθυνση που έχει ο ένας πόλος της γης (σε αντιδιαστολή προς το βορρά)· μεσημβρία: Kατεύθυνση / πορεία από βορρά προς νότο. Tο σπίτι βλέπει προς το νότο. 2α. οι περιοχές που βρίσκονται στο νότιο ημισφαίριο: Οι θάλασσες του νότου. β. το νότιο τμήμα μιας χώρας ή ενός ευρύτερου γεωγραφικού χώρου: H Ελλάδα του νότου. Ο ελληνικός / ευρωπαϊκός ~. Οι κάτοικοι του νότου. || (ειδικότ.) οι μεσογειακές περιοχές της Ευρώπης: Ο πλούσιος βορράς και ο οικονομικά ασθενής ~. 3. νότιος άνεμος· νοτιάς. || Nότος, προσωποποίηση του ανέμου στην αρχαία ελληνική μυθολογία.
[λόγ. < αρχ. νότος]
[Λεξικό Κριαρά]
- νότος ο.
-
- 1) Νότιος άνεμος:
- (Ερωτόκρ. Β́ 1803).
- 2) Το νότιο σημείο του ορίζοντα:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 1931).
- 3) Υγρασία·
- (εδώ ως σύμπτωμα αρρώστιας των γερακιών):
- Νοτιάς δε κόρυζα λέγεται, ήτις και νότον έχει (Ιερακοσ. 41919).
- (εδώ ως σύμπτωμα αρρώστιας των γερακιών):
[αρχ. ουσ. νότος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Νότιος άνεμος: