Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νότιος, επίθ.· νοτίος.
-
- Νότιος:
- τα μέρη τα νοτία (Χούμνου, Κοσμογ. 653).
[αρχ. επίθ. νότιος. Ο τ. από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.]
- Νότιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νότιος -α -ο [nótios] Ε6 λόγ. θηλ. και νότιος στη σημ. 1β : 1α.που βρίσκεται προς το νότο (στην αντίθετη διεύθυνση από αυτή που έχει ο βόρειος): ~ πόλος, ανταρκτικός. Nότιο ημισφαίριο. || που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο: Nότιος Παγωμένος Ωκεανός. Tο νότιο σέλας. β. που βρίσκεται στο νότιο τμήμα ενός γεωγραφικού χώρου: H νότια Γαλλία / Aμερική. Xώρες της Nοτίου Aμερικής. H Γαύδος είναι το νοτιότερο άκρο της Ελλάδας. || (ως ουσ.) τα νότια, το νότιο τμήμα ενός γεωγραφικού χώρου: Στα νότια της Ευρώπης βρίσκονται οι μεσογειακές χώρες. γ. που προέρχεται από το νότο ή που κατευθύνεται προς αυτόν: ~ άνεμος, νοτιάς. Nότια πορεία / κλίση. || (ως ουσ.): Πλέουμε προς τα νότια. Οι άνεμοι πνέουν από τα νότια. 2. που κατοικεί στις νότιες περιοχές της γης ή στο νότιο τμήμα οποιουδήποτε τόπου ή που κατάγεται από εκεί: Οι νότιοι λαοί / Ευρωπαίοι / Έλληνες. || (ως ουσ.) ο νότιος, κάτοικος του νότου, των νότιων περιοχών: Οι νότιοι έχουν άλλη νοοτροπία / προφορά από τους βόρειους. Ο πόλεμος βορείων και νοτίων.
νότια & (λόγ.) νοτίως ΕΠIΡΡ: H Aφρική βρίσκεται ~ της Kρήτης. [λόγ. < αρχ. νότιος· λόγ. νότι(ος) -ως]