Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νότα
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Κριαρά]
νότα η.
  • Γραπτή ανακοίνωση, έγγραφο:
    • οι έτεροι αφέντες … εδώκαν του νόταν του ρηγός (Μαχ. 31028).

[<ιταλ. nota. Η λ. σε έγγρ. του 16.-17. αι.· σήμ. με διαφορ. σημασ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νότα 1 η [nóta] Ο25α : I1.ειδικό σημάδι με το οποίο παριστάνουμε την οξύτητα και τη διάρκεια ενός μουσικού φθόγγου: Mαθαίνω να διαβάζω / να γράφω τις νότες. Bυζαντινές / ευρωπαϊκές νότες. Tις νότες τις γράφουμε στο πεντάγραμμο. 2. ήχος που παράγεται από μουσικό όργανο ή με τη φωνή όταν τραγουδούμε, μουσικός φθόγγος που τον παριστάνουμε με το παραπάνω σημάδι: Xαμηλές / υψηλές νότες. Παίζω τη ~ ντο. Bάζω νότες σε ένα ποίημα, το μελοποιώ. 3. το πλήκτρο ή η χορδή ενός μουσικού οργάνου που αντιστοιχεί σε έναν ορισμένο μουσικό φθόγγο: Παίρνω / χτυπάω μια ~. II. (μτφ.) ενέργεια ή συμπεριφορά που αποτελεί ένα στοιχείο αλλαγής, διαφοροποίησης: H παρουσία του εγγονού ήταν μια χαρούμενη ~ στη μίζερη ζωή του γέρου. Tα λουλούδια έδιναν μια γιορταστική ~ στο σπίτι, τόνο.

[ιταλ. nota < λατ. nota `σημάδι, νότα΄ (πρβ. μσν. νότα `σύμβολο΄ < λατ. nota)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νότα 2 η : διακοίνωση· διπλωματική νότα.

[λόγ. < γαλλ. not(e) (diploma tique) ]

[Λεξικό Κριαρά]
νοτάρης ο.
— Βλ. και νοδάρος, νοτάριος και νοτάρος.
  • 1) Γραμματικός, γραμματέας:
    • γραμματικέ νοτάρη (Προδρ. III 273-46 χφ P κριτ. υπ).
  • 2) Αξιωματούχος με καθήκοντα γραμματέα, καθώς και άλλες αρμοδιότητες, στην υπηρεσία κοσμικού ή εκκλησιαστικού άρχοντα (βλ. και νοτάριος 2α):
    • έπεψεν ο ρε Χαρήν … έναν νοτάρην να μεταγράψουν τα κεφάλαια τά έγραψαν (Μαχ. 5033· 50414 κριτ. υπ.), (Προδρ. I 99).
  • 3) Συμβολαιογράφος (βλ. και νοτάριος 3):
    • προστάσσει φέρνουσι γραμματικόν, νοτάρην κι έγραψε προικοσύμφωνον (Βέλθ. 1022).

[<ουσ. νοτάριος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
νοταρικός, επίθ.
  • α) Που αναφέρεται στους νοταρίους:
    • Περί … της λεγομένης νοταρικής ειδήσεως (Metrol. 678
  • β) (προκ. για έγγραφο) που έχει συνταχθεί από νοτάριο, συμβολαιογραφικός:
    • γράφος νοταρικόν γεγραμμένον διά χειρός νοταρίου (Ασσίζ. 10424).

[<ουσ. νοτάριος + κατάλ. ‑ικός. Η λ. τον 9. αι. και σε έγγρ. του 15.-17. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
νοτάριος ο.
— Βλ. και νοδάρος, νοτάρης και νοτάρος.
  • 1) Γραμματικός, γραμματέας·
    • (εδώ) γραμματέας δικαστηρίου:
      • ταύτα πάντα γράφει ο νοτάριος λόγον προς λόγον (Ελλην. νόμ. 5221).
  • 2)
    • α) Αξιωματούχος με καθήκοντα γραμματέα, καθώς και άλλες αρμοδιότητες, στην υπηρεσία κοσμικού ή εκκλησιαστικού άρχοντα:
      • το σιρ Τζάκο τε Πολονία τον νοτάριον, οπού ’χεν πέψειν ο ρήγας διά μαντατοφόρον (Μαχ. 17210
      • ο πατριαρχικός έξαρχος και νοτάριος (Byz. Kleinchron. Ά 3247
    • β) το παραπάνω αξίωμα:
      • Ταύτα (ενν. τα οφφίκια) δίδονται εις τους λαϊκούς: Του πρωτονοταρίου, του λογοθέτου … του νοταρίου … (Μαλαξός, Νομοκ. 517).
  • 3) Συμβολαιογράφος:
    • ήκραξα εσένα τον … νοτάριον … οδιά να γράψεις … το παρόν μου τεσταμέντο (Διαθ. 17. αι. 711· Αλφ. 1151).

[μτγν. ουσ. νοτάριος (TLG, L‑S Suppl.) <λατ. notarius. Η λ. σε έγγρ. 11.-18. αι. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
νοτάρος ο.
— Βλ. και νοδάρος, νοτάρης και νοτάριος.
  • Συμβολαιογράφος:
    • χαρτίν γραμμένον διά χειρός νοτάρου (Ασσίζ. 3554‑5).

[<ιταλ. notaro. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
νοτάς ο,
βλ. οντάς.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες