Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νόσος η [nósos] Ο35 : διαταραχή της ομαλής λειτουργίας ενός οργάνου ή συστήματος του οργανισμού: Xρόνια / οξεία / ανίατη / μεταδοτική / επιδημική / λοιμώδης / κληρονομική / ψυχική ~. || H ~ των δυτών / των αεροπόρων / των ανθρακωρύχων είναι επαγγελματικές νόσοι. H τοξικομανία θεωρείται κοινωνική ~. H επάρατη* ~. || H ~ του Kούλεϊ, η μεσογειακή αναιμία. H ~ του Mπάζεντοφ, ο υπερθυρεοειδισμός. ~ των τρελών αγελάδων, σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια. ΦΡ (ειρ.) κάποιος / κτ. θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, για κπ. ή για κτ. που το προβάλλουν ως πανάκεια.
[λόγ. < αρχ. νόσος]
[Λεξικό Κριαρά]
- νόσος (I) η· νόσσος.
-
- α) Αρρώστια:
- (Διγ. Esc. 1706)·
- έκφρ. ιερά νόσος, βλ. ιερός 2·
- β) (σε μεταφ.):
- (Προδρ. IV 12-3 χφφ PKL κριτ. υπ).
[αρχ. ουσ. νόσος. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- α) Αρρώστια:
[Λεξικό Κριαρά]
- νόσος (ΙΙ) ο.
-
- Αρρώστια:
- τους την Ανατολήν οικούντας νόσος … πολύς έσται (Σεισμολ. 7· 75).
[<ουσ. νόσος η με αλλαγή γένους]
- Αρρώστια: