Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νόσημα το [nósima] Ο49 : διαταραχή της ομαλής λειτουργίας ενός οργάνου ή συστήματος του οργανισμού: Aφροδίσιο ~. Kαρδιακά νοσήματα. Λοιμώδη / δερματικά νοσήματα, νόσοι, ασθένειες. Παιδικά / ψυχικά / μεταδοτικά νοσήματα, νόσοι, ασθένειες, αρρώστιες. Xρόνιο / ανίατο ~, νόσος, πάθηση.
[λόγ. < αρχ. νόσημα]
[Λεξικό Κριαρά]
- νόσημα το· νόσημαν.
-
- Νόσος, πάθηση:
- (Προδρ. I 24).
[αρχ. ουσ. νόσημα. Η λ. και σήμ.]
- Νόσος, πάθηση: