Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νόνα η [nóna] Ο25α : (λαϊκότρ.) γιαγιά.
[ιταλ. nonna < υστλατ. nonna `παραμάνα, καλόγρια΄ λ. νηπιακή και έκφραση σεβασμού (πρβ. μσν. νόννα `θεία, καλόγρια΄ < υστλατ. nonna)]