Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νόμιμα, επίρρ.
-
- 1) Σύμφωνα με τους νόμους:
- (Ασσίζ. 15421)·
- (προκ. για το θετό δίκαιο σε αντιπαραβολή προς το εθιμικό):
- κρίνε με την τοπικήν κρίσην οπού ευρήκες, ότι αν κρίνεις νόμιμα, τίποτες δεν εποίκες (Ιστ. Βλαχ. 1422).
- 2) (Εκκλ.) σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες:
- οι πρεσβύτεροι … να εκλέγονται … νόμιμα από την Εκκλησία (Χριστ. διδασκ. 136).
[<επίθ. νόμιμος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Σύμφωνα με τους νόμους:
[Λεξικό Κριαρά]
- νομιμάρης, ο.
-
- Νομομαθής:
- (Sprachlehre 115).
[<ουσ. νομιμάριος]
- Νομομαθής:
[Λεξικό Κριαρά]
- νομιμάρι το.
-
- Οι νόμοι, η νομοθεσία, το δίκαιο:
- Καμίαν σου απόφασιν χωρίς το νομιμάρι να μηδέν κάμεις (Ιστ. Βλαχ. 1413).
[<ουσ. νόμιμον + κατάλ. ‑άρι]
- Οι νόμοι, η νομοθεσία, το δίκαιο:
[Λεξικό Κριαρά]
- νομιμάριος, ο.
-
- Νομομαθής:
- ένα των … κριτών και νομιμαρίων, όν αυτοί καλούσι καδήν (Δούκ. 7722)·
- (ως επίθ.):
- (Ιστ. πατρ. 9819‑20).
[<επιθ. νόμιμος + κατάλ. ‑άριος. Η λ. στο Du Cange]
- Νομομαθής: