Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νόηση η [nóisi] Ο33 : η ικανότητα του νου να επεξεργάζεται το υλικό που του παρέχουν οι αισθήσεις και να διαμορφώνει τις έννοιες, τους συλλογισμούς και τις κρίσεις: H ~, το συναίσθημα και η βούληση συνθέτουν τον ψυχικό βίο του ανθρώπου.
[λόγ. < αρχ. νόη(σις) -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- νόηση η.
-
- 1)
- α) Νοημοσύνη:
- νόησην του έδωσε (ενν. ο Θιος του γαδάρου) αντάμα με την γνώση … και ρήτορας εγίνηκε (Γαδ. διήγ. 525· Σταυριν. 63)·
- β) (προκ. για τη φώτιση του αγίου Πνεύματος):
- (Σκλάβ. 6).
- α) Νοημοσύνη:
- 2) Νόημα, έννοια:
- Το όνειρο εγώ … θεν το ξηγήσω … να πω την νόησήν του (Διγ. O 744)·
- του μύθου η νόηση (Ροδολ. Αφ. 61).
[αρχ. ουσ. νόησις. Η λ. και σήμ.]
- 1)