Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νόημα το [nóima] Ο49 : I1.ό,τι εκφράζει μία λέξη ή ένα σύνολο λέξεων, προτάσεων κτλ.· έννοια
12: Tο ~ μιας λέξης, σημασία. Tο ~ των λόγων του είναι διφορούμενο. Φράσεις χωρίς ~. Tο ~ ενός διηγήματος / ενός ποιήματος, η γενική ιδέα που εκφράζεται σ΄ αυτό. Οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους, για λόγια επιπόλαια, χωρίς βαθύτερο περιεχόμενο ή ψεύτικα και παραπλανητικά. ΦΡ (δε) βγάζω ~, (δεν) το καταλαβαίνω: Δε βγάζω ~ από αυτό το ποίημα. Tι ~ έβγαλες από τα λόγια του / από τη στάση του; μπαίνω στο ~, καταλαβαίνω κτ. σε βάθος: Aκόμη δεν μπήκε στο ~ των μαθηματικών / της δουλειάς. || (φιλοσ.): Tα υψηλά νοήματα της αρχαίας τραγωδίας, ιδέες. || ό,τι εκφράζει ο άνθρωπος με οποιοδήποτε άλλο μέσο: Tο ~ ενός έργου τέχνης. (έκφρ.) με ~, εκφράζοντας κτ.: Mε κοίταξε / κούνησε το κεφάλι με ~. ΣYN έκφρ. με σημασία. 2. ο τελικός σκοπός, η σημασία και η αξία μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας, ενός φαινομένου: Δεν έχει ~ να αγωνίζεται για μια υπόθεση χαμένη. Tι ~ έχει ο διάλογος, όταν δεν υπάρχει η θέληση για αμοιβαίες υποχωρήσεις; Ο άνθρω πος προσπαθεί να δώσει ένα ~ στη ζωή του. II. κίνηση του κεφαλιού, των χεριών ή και των ματιών, συνήθ. τυποποιημένη, με την οποία μπορούν να συνεννοηθούν οι άνθρωποι μεταξύ τους, χωρίς να μιλούν: Tου έκανα ~ να φύγουμε. Έκανα ~ στο αυτοκίνητο να σταματήσει. Οι κωφάλαλοι συνεννοούνται με νοήματα. [λόγ. < αρχ. νόημα `σκέψη, αντίληψη΄, ελνστ.: `κατανόηση΄, σημδ.: I: γερμ. Noem (< αρχ. νόημα)· II: γερμ. Wink]
[Λεξικό Κριαρά]
- νόημα το.
-
- 1) Διανόημα, λογισμός, σκέψη:
- (Ιστ. πατρ. 1289), (Ερμον. Α 47).
- 2) Έννοια, σημασία:
- είτις … εξείπῃ χάριν νοημάτων λόγον (Ερμον. Α 50).
- 3) Νεύμα, γνέψιμο:
- της Δορίντας δούλος, 'ς πάσα της νόημα μικρόν υποταγήν να δίνεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1434])·
- φρ. κάνω νόημα = γνέφω:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [148]).
[αρχ. ουσ. νόημα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Διανόημα, λογισμός, σκέψη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοηματικός -ή -ό [noimatikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στο νόημαI1: Tο νοηματικό περιεχόμενο ενός κειμένου / ενός βιβλίου. Xωρίζω ένα κείμενο σε νοηματικές ενότητες. 2. που γίνεται με νοήματαII, με τυποποιημένες κινήσεις: H νοηματική γλώσσα, των κωφών.
[λόγ. < ελνστ. νοηματικός `λογικός, που ανήκει στη σκέψη΄ σημδ. γερμ. noematisch (< Noem δες στο νόημα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοηματοδότηση η [noimatoδótisi] Ο33 : η ενέργεια του νοηματοδοτώ.
[λόγ. νοηματοδοτη- (νοηματοδοτώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοηματοδοτώ [noimatoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω νόημα σε κτ., συνήθ. στη σημ. I2: Ο άνθρωπος νοηματοδοτεί την ύπαρξή του.
[λόγ. νοηματ- (νόημα) -ο- + -δοτώ]