Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νωχελικός -ή -ό [noxelikós] Ε1 : που χαρακτηρίζει το νωχελή: Πήρε μια νωχελική στάση. Οι κινήσεις του ήταν νωχελικές. || νωχελής: Οι νωχελικές ανατολίτισσες.
νωχελικά ΕΠIΡΡ: Ήταν ξαπλωμένος ~ στον καναπέ. [λόγ. νωχελ(ής) -ικός]