Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νωχέλεια η [noxélia] Ο27 : α.η ιδιότητα του νωχελούς, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο νωχελής: H ~ του ανατολίτη. β. ο χαρακτήρας του νωχελικού: H ~ των κινήσεων.
[λόγ. < ελνστ. νωχέλεια (αρχ. νωχελία)]