Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νωτιαίος -α -ο [notiéos] Ε4 : (ανατ.) που βρίσκεται στα νώτα, στη ράχη: ~ μυελός, που βρίσκεται μέσα σε σωλήνα της σπονδυλικής στήλης. Nωτιαία νεύρα.
[λόγ. < αρχ. νωτιαῖος]