Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νωπά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νωπά, επίρρ.
  • Πρόσφατα:
    • χώρες όπου ήσαν γιναμένες νωπά (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 109v).

[<επίθ. νωπός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες