Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νωθρός, επίθ.
-
- Νωθρός, ράθυμος:
- (Έκθ. χρον. 2624).
[αρχ. επίθ. νωθρός. Η λ. και σήμ.]
- Νωθρός, ράθυμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νωθρός -ή -ό [noθrós] Ε1 : που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ενεργητικότητας και η βραδύτητα με την οποία αντιδρά στα διάφορα ερεθίσματα: ~ άνθρωπος. Είναι ~ στις κινήσεις / στη σκέψη. || που ταιριάζει σε νωθρό άνθρωπο: Nωθρές κινήσεις. Έχει νωθρή σκέψη / νωθρό μυαλό.
νωθρά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. νωθρός]