Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυχτώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυχτώνω [nixtóno] -ομαι Ρ1 : 1.(συνήθ. στο αορ. θ.) με βρίσκει η νύχτα, έρχεται η νύχτα, πριν προλάβω να φτάσω κάπου ή να κάνω κτ.: Aργήσαμε να φύγουμε και νυχτώσαμε / νυχτωθήκαμε στο δρόμο. || για μεγάλη καθυστέρηση: Mέχρι να ντυθείς θα νυχτωθούμε. ΦΡ μακριά που νύχτωσε / είναι μακριά νυχτωμένος, για κπ. που αγνοεί εντελώς την πραγματικότητα, που δεν ξέρει πού βρίσκεται. 2. (απρόσ.) πέφτει το σκοτάδι της νύχτας, βραδιάζει: Tο χειμώνα νυχτώνει νωρίς. Άναψε το φως, γιατί νύχτω σε.

[μσν. νυκτώνω < νύκτ(α δες στο νύχτα) -ώνω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Κριαρά]
νυχτώνω,
βλ. νυκτώνω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες