Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυχτιά η [nixtxá] Ο24 : (λογοτ.) νύχτα: Ξάστερη ~.
[νύχτ(α) -ιά (παλ. τ. νυκτιά δες στο νύχτα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- νυχτιά η,
- βλ. νυκτιά.
[Λεξικό Κριαρά]
- νυχτιάζω,
- βλ. νυκτιάζω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυχτιάτικος -η -ο [nixtxátikos] Ε5 : (οικ.) που γίνεται, που συμβαίνει τη νύχτα, συνήθ. για να δηλώσουμε την ακατάλληλη ώρα: Tι νυχτιάτικη επίσκεψη είν΄ αυτή;
νυχτιάτικα ΕΠIΡΡ: Πού θα πας ~; [νύχτ(α) -ιάτικος]