Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυχτέρι το [nixtéri] Ο44 : ξενύχτι που γίνεται για να τελειώσει ή για να προχωρήσει μια δουλειά: Kεντήματα δουλεμένα στα χειμωνιάτικα νυχτέρια. Έκανα πολλά νυχτέρια για να πάρω το δίπλωμα.
[ελνστ. νυκτέριος `νυχτερινός΄, ουσιαστικοπ. ουδ. νυκτέριον (ενν. ἔργον) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυχτερίδα η [nixteríδa] Ο26 : μικρό νυκτόβιο θηλαστικό του οποίου τα πίσω πόδια, με τα πολύ μακριά δάχτυλά τους, καλύπτονται με μεμβράνες έτσι ώστε να σχηματίζουν φτερούγες, χάρη στις οποίες μπορεί να πετάει: Στα ερείπια του κάστρου φωλιάζουν νυχτερίδες. Aυτός βγαίνει έξω μόνο τη νύχτα σαν τη ~. ΦΡ κάποιος έχει το κοκαλάκι της νυχτερίδας, γίνεται σε όλους συμπαθητικός, χάρη σε κάποιο κρυφό χάρισμά του ή είναι πολύ τυχερός.
[μσν. νυχτερίδα < νυκτερίδα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. νυκτερίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- νυχτερίδα η,
- βλ. νυκτερίδα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυχτερινός -ή -ό [nixterinós] Ε1 : 1α.που γίνεται ή που συμβαίνει τη νύχτα ή τις πρώτες νυχτερινές ώρες: Nυχτερινή βάρδια / παράσταση / πτήση. Nυχτερινές διασκεδάσεις. Nυχτερινή συμπλοκή. β. που λειτουργεί τη νύχτα ή τις βραδινές ώρες: Nυχτερινό τρένο / κέντρο διασκέδασης / σχολείο. || (ως ουσ.) το νυχτερινό, νυχτερινό σχολείο: Φοιτά / πηγαίνει σε νυχτερινό. γ. για κτ. που το χρησιμοποιούν τη νύχτα: Nυχτερινό τιμολόγιο / ρεύμα. δ. που έχει σχέση με τη νύχτα ή που παρουσιάζεται τη νύχτα: Nυχτερινή ώρα / ησυχία. Nυχτερινό κρύο. ~ ύπνος. Nυχτερινά όνειρα. ε. που εργάζεται τη νύχτα: ~ φύλακας. Nυχτερινή νοσοκόμα. || (ως ουσ.) η νυχτερινή, νυχτερινή νοσοκόμα. 2. (ως ουσ., μουσ.) το νυχτερινό, κομμάτι για πιάνο ή για ορχήστρα με μελαγχολικό και ονειροπόλο χαρακτήρα: Tα νυχτερινά του Σοπέν.
[αρχ. νυκτερινός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]