Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυχοκόπτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυχοκόπτης ο [nixokóptis] Ο10 : είδος μικρού, ειδικού ψαλιδιού για το κόψιμο των νυχιών.

[λόγ. νύχ(ι) -ο- + κοπ- (κόβω) -της]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες