Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυχιά η [nixá] Ο24 : γρατζούνισμα που γίνεται με νύχι: Tο πρόσωπό του ήταν γεμάτο από νυχιές.
[μσν. ονυχέα < ονυχ- (δες στο νύχι) -έα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το νύχι και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. -έα > -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυχιάζω [nixázo] -ομαι Ρ2.1 : γρατζουνίζω με τα νύχια μου: Tον νύχιασε η γάτα.
[νύχ(ι) -ιάζω (διαφ. το ελνστ. ὀνυχίζω `λιμάρω τα νύχια΄)]