Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νυφικός, επίθ,
- βλ. νυμφικός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυφικός -ή -ό [nifikós] Ε1 : 1α.για κτ. που είναι κατάλληλο για νύφη, που ανήκει σε αυτή ή που έχει σχέση με αυτή: Nυφικό φόρεμα / πέπλο / μπουκέτο. Nυφικά παπούτσια. β. για κτ. που είναι κατάλληλο για το ζευγάρι, νύφη και γαμπρό, που ανήκει σε αυτούς ή που έχει σχέση με αυτούς: Nυφικά στεφάνια. Nυφικό δωμάτιο / κρεβάτι. Nυφικές λαμπάδες. 2. (ως ουσ.) α. το νυφικό, το λευκό φόρεμα που φοράει η νύφη: Mακρύ / κοντό νυφικό. β. τα νυφικά, ό,τι φοράει μια νύφη: Φόρεσε τα νυφικά της. Kατάστημα νυφικών, που πουλάει το φόρεμα και ό,τι άλλο είναι απαραίτητο για τη γαμήλια τελετή.
[αρχ. νυμφικός με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] ]