Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νυσταγμός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυσταγμός ο [nistaγmós] Ο17 : (ιατρ.) ακούσιες ρυθμικές κινήσεις των βολβών των ματιών, που προκαλούνται από μυϊκό σπασμό.

[λόγ. < νλατ. nystagmus (στη νέα σημ.) < αρχ. νυσταγμός `νύστα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
νυσταγμός ο,
  • Νύστα·
    • (μεταφ.) νωθρότητα:
      • κατηγορώ την πολλήν αυτού κάρωσιν και νυσταγμόν (Χειλά, Χρον. 353).

[αρχ. ουσ. νυσταγμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go