Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυν [nín] επίρρ. : 1.(λόγ.) τώρα. (εκκλ. έκφρ.) ~ και αεί, και τώρα και πάντα. ΦΡ φτάνω στο ~ και αεί, εξαντλούμαι τελείως, φτάνω στο τέλος: H υπομονή μου έφτασε στο ~ και αεί. Δεν αντέχω άλλο, έφτασα στο ~ και αεί. 2. (με άρθρο, ως επίθ.) τωρινός. ANT πρώην: Ο ~ πρωθυπουργός / ιδιοκτήτης.
[λόγ. < αρχ. επίρρ. νῦν `τώρα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- νυν, επίρρ.,
- βλ. αποτουνύν.