Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυμφομανής -ής -ές [nimfomanís] Ε10 : για γυναίκα που κατέχεται από νυμφομανία· μητρομανής.
[λόγ. < γαλλ. nymphomane < nymphoman(ie) = νυμφομαν(ία) -ής]