Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νυμφικός, επίθ.· νυφικός.
-
- 1)
- α) Που ανήκει στη νύφη:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1800)·
- β) γαμήλιος:
- νυφικό κρεβάτι (Ερωτόκρ. Έ 858)·
- νυμφικά στεφάνια (Διγ. O 546).
- α) Που ανήκει στη νύφη:
- 2) (Πιθ.) που αναφέρεται στις Νύμφες:
- (Ερμον. Α 90).
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = περιβολή της νύφης
- (Απολλών. 389).
[αρχ. επίθ. νυμφικός. Ο τ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυμφικός -ή -ό [nimfikós] Ε1 : (λόγ.) νυφικός: Nυμφική παστάδα.
[λόγ. < αρχ. νυμφικός]