Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυμφαίο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυμφαίο το [nimféo] Ο39 : ιερό που ήταν συνήθ. χτισμένο κοντά σε πηγή και ήταν αφιερωμένο στις Nύμφες. || στη ρωμαϊκή περίοδο, συγκρότημα με κρήνες και αναβρυτήρια.

[λόγ. < ελνστ. νυμφαῖον (ενν. ἱερόν), αρχ. επίθ. νυμφαῖος `αφιερωμένος στις Νύμφες΄]

[Λεξικό Κριαρά]
Νύμφαιος ο.
  • Ο κάτοικος του Νυμφαίου της Μ. Ασίας:
    • (Δούκ. 1051).

[<τοπων. Νύμφαιον αναλογ. με εθν. σε ‑ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες