Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυκτός -ή -ό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυκτός -ή -ό [niktós] Ε1 : για μουσικό όργανο που παίζεται με πένα.

[λόγ. < αρχ. νυκ- (νύσσω) `αγγίζω με οξύ αντικείμενο΄ -τός]

[Λεξικό Κριαρά]
νυκτοσκόπος ο.
  • Νυχτερινός σκοπός, φύλακας:
    • (Ψευδο-Σφρ. 24230).

[<ουσ. νύκτα + ‑σκόπος· πβ. ημεροσκόπος]

[Λεξικό Κριαρά]
νυκτοσυνοδιά η.
  • Νυχτερινή συντροφιά:
    • Άλλες (ενν. χήρες) … με νυκτοσυνοδιάν κομπώνουνται στο στρώμα (Απόκοπ. 196).

[<ουσ. νύκτα + συνοδιά (<μτγν. συνοδία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες