Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νυκτερινός, επίθ.
-
- 1) Που συμβαίνει, εκδηλώνεται τη νύχτα:
- (Ερμον. Ε 189)·
- νυκτερινός πόθος (Ροδολ. Ά 619).
- 2) (Προκ. για αστέρι) που φαίνεται, που λάμπει τη νύχτα
- (Ερμον. Β 293).
- 3) Νυκτόβιος:
- νυκτερινό πουλί (Ζήν. Έ 201).
[αρχ. επίθ. νυκτερινός. Η λ. και τ. ‑χτ‑ και σήμ.]
- 1) Που συμβαίνει, εκδηλώνεται τη νύχτα: