Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντόμπρος -α -ο [dóbros] Ε4 : (οικ.) α. που έχει ευθύ χαρακτήρα, που δε διστάζει να μιλήσει ανοιχτά και καθαρά και να δείξει τις διαθέσεις και τις προθέσεις του: Tίμιος και ~ άνθρωπος. β. που ταιριάζει σε έναν ντόμπρο άνθρωπο: Nτόμπρες κουβέντες.
ντόμπρα ΕΠIΡΡ: Tου τα ΄πα ~ και καθαρά. [σλαβ. dobăr, dobro -ς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντομπροσύνη η [dobrosíni] Ο30 : (οικ.) η ιδιότητα του ντόμπρου, η ευθύτητα του χαρακτήρα: Άνθρωπος χωρίς ~.
[ντόμπρ(ος) -οσύνη]