Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντόμπερμαν το [dóberman] Ο (άκλ.) : ράτσα σκύλου με αρκετά μεγάλο, δυνατό και μυώδες σώμα, κοντό τρίχωμα και μικρά, όρθια αυτιά.
[λόγ. < γερμ. Dobermann < ανθρωπων. L. Dobermann (όν. Γερμανού που δημιούργησε τη ράτσα)]