Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντόμινο 1 το [dómino] Ο41 : 1.αποκριάτικο κοστούμι που αποτελείται από ένα μαύρο, μακρύ και φαρδύ φόρεμα και από μια φαρδιά μαύρη κουκούλα. 2. μεταμφιεσμένος που φοράει ντόμινο: Tο ~ με τη μαύρη μάσκα.
[ιταλ. domino (αρχικά φόρεμα κληρικών) < γαλλ. domino περιπαικτικά(;) από τη μσνλατ. φρ. benedicamus Domino `ας ευλογήσουμε τον Κύριο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντόμινο 2 το : επιτραπέζιο παιχνίδι που παίζεται με μικρά ασπρόμαυρα πλακάκια, αριθμημένα με κουκίδες από το μηδέν ως το έξι.
[ιταλ. domino ίσως από τα αρχικά χρώματα μαύρο και άσπρο όπως στο ντόμινο 1]