Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντροπιαστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντροπιαστικός -ή -ό [dropxastikós] Ε1 : που προκαλεί την ντροπή. ντροπιαστικά ΕΠIΡΡ.

[ντροπιασ- (ντροπιάζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες