Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντροπιάζω [dropxázo] -ομαι Ρ2.1 : α.κάνω κπ. να αισθανθεί ντροπή, τον προσβάλλω, τον εξευτελίζω: Tον μάλωσε μπροστά στους φίλους του και τον ντρόπιασε. Nτροπιάστηκε, γιατί δεν είχε να προσφέρει τίποτε στους ξένους. Ο στρατός γύρισε πίσω νικημένος και ντροπιασμένος. β. κάνω κπ. να αισθανθεί ντροπή εξαιτίας της δικής μου κακής διαγωγής: Mε ντρόπιασες μπροστά σε τόσον κόσμο με τα φερσίματά σου.
[μσν. ντροπιάζω < ντροπ(ή) -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ντροπιάζω,
- βλ. εντροπιάζω.