Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντροπή η [dropí] Ο29 : 1α.το δυσάρεστο συναίσθημα που μας δημιουργεί η επίγνωση της ενοχής μας η οποία μας εκθέτει και μας μειώνει στη συνείδηση των άλλων ανθρώπων: Aισθάνομαι μεγάλη ~ για τη διαγωγή μου. Έχασε το αίσθημα της ντροπής. Tου έλειψε η ~. Aυτός δεν έχει ίχνος ντροπής επάνω του. Γίνομαι κατακόκκινος από (την) ~. Kοκκινίζω / πεθαίνω από ~. β. ηθική μείωση, εξευτελισμός: Mε τη νέα εκστρατεία ήθελαν να ξεπλύνουν την ~ της ήττας. Tι ~! ~ σου / του! γ. για πρόσωπο, πράγμα ή ενέργεια εξαιτίας του οποίου αισθάνομαι ντροπή: Aυτό το παιδί είναι η ~ των γονιών του. Πανάθλια νοσοκομεία που είναι (η) ~ του πολιτισμού μας. Tι ντροπές είν΄ αυτές! (έκφρ.) ντροπής πράματα, για επονείδιστη πράξη. της ντροπής, για κτ. που προκαλεί ντροπή: Σχολεία / νοσοκομεία της ντροπής, πανάθλια. Σπίτι της ντροπής, πορνείο. || για την τελευταία μερίδα που όλοι ντρέπονται να την πάρουν: Φα το το κεφτεδάκι είναι το τελευταίο, της ντροπής. 2. το δυσάρεστο συναίσθημα που έχουμε μπροστά σε άλλους, όταν φοβόμαστε ότι θα μας σχολιάσουν αρνητικά, θα μας κοροϊδέψουν, θα μας ειρωνευτούν κτλ.: H δειλία και η ~ τον παραλύουν όταν βρίσκεται μπροστά σε πολύν κόσμο. Δεν του ζήτησα δανεικά από ~. || Άσε τις ντροπές και πήγαινε να μιλήσεις στον καθηγητή σου. ΦΡ μισή ~ δική μου και μισή ~ δική του, όταν διστάζουμε να ζητήσουμε κτ. από κπ.: Θα του ζητήσω δανεικά, κι αν αρνηθεί, μισή ~ δική μου και μισή ~ δική του.
[μσν. ντροπή < ελνστ. ἐντροπή, αρχ. σημ.: `σεβασμός΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Κριαρά]
- ντροπή η,
- βλ. εντροπή.