Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντραμς τα [dráms] & (σπάν.) ντραμς η [dráms] Ο (άκλ.) : σύνολο από κρουστά όργανα (τύμπανα, πιάτα κ.ά.) σε μουσικό συγκρότημα ή σε ορχήστρα: Παίζει ~ σε συγκρότημα τζαζ / ροκ.
[λόγ. < αγγλ. drums πληθ. της λ. drum `τύμπανο΄· θηλ. κατά το ορχήστρα]