Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντράμερ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντράμερ ο [drámer] Ο (άκλ.) : μουσικός που παίζει ντραμς.

[λόγ. < αγγλ. drummer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες