Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντράβαλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντράβαλα τα [drávala] Ο (στην ονομ. και αιτ.) : (οικ.) μπελάδες, τραβήγματα: Έχω ~ με την εφορία / με την αστυνομία.

[παλ. ιταλ. travaglia `κουραστική δουλειά΄ (θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.) < ρ. travagliare < γαλλ. travailler `δουλεύω΄, αρχικά: `βασανίζω΄ (σύγκρ. δουλειά, δουλεύω) (ηχηροπ. [t > d] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα - ντομάτα) (μετακ. τόνου;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες