Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντούρος -α -ο [dúros] Ε4 : α.(οικ., για πρόσ.) που κρατάει ίσιο και άκαμπτο το σώμα του: Ήρθε και στάθηκε ~ μπροστά μας. Περπατάει ~ ~. || Nτούρα κορμοστασιά, στητή και γερή. β. για κτ. που δε λυγίζει εύκολα, που μένει άκαμπτο: Φοδράρισα το γιακά για να στέκει ~.
ντούρα ΕΠIΡΡ. [βεν. duro -ς]