Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ντουνιάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντουνιάς ο [dunás] Ο1 : (λαϊκότρ.) κόσμος: Θα φωνάξω να μ΄ ακούσει όλος ο ~. Ο ψεύτικος ~, για να δηλώσουμε τη ματαιότητα της ζωής, του κόσμου. (έκφρ.) κόσμος και ~: Γύρισε κόσμο και ντουνιά, ταξίδεψε πολύ. Στα πανηγύρια μαζεύεται κόσμος και ~, πολύς κόσμος και κάθε είδους.

[τουρκ. dünya (από τα αραβ.) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go