Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντουμπλάρω [dubláro] -ομαι Ρ6 : 1α.καλύπτω εσωτερικά ένα συνήθ. λεπτό ή διαφανές ύφασμα με άλλο χοντρότερο· (πρβ. φοδράρω): Φόρεμα από δαντέλα ντουμπλαρισμένη με σατέν. β. επικαλύπτω την επιφάνεια ενός μετάλλου με άλλο πολυτιμότερο ή ανθεκτικότερο μέταλλο: Tο ρολόι είναι ντουμπλαρισμένο με χρυσό. 2α. αντικαθιστώ τη φωνή των ηθοποιών που παίζουν σε μια ταινία με τη φωνή άλλων, οι οποίοι μιλούν τη γλώσσα της χώρας όπου προβάλλεται η ταινία, ώστε να αποφεύγονται οι υπότιτλοι: Ο τάδε ηθοποιός ντουμπλάρει τη φωνή του τάδε. Οι ξένες παιδικές εκπομπές είναι συνήθως ντουμπλαρισμένες. β. (κινημ.) αντικαθιστώ έναν ηθοποιό, συνήθ. σε επικίνδυνες σκηνές του ρόλου του.
[γαλλ. doubl(er) -άρω]