Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντουμανιάζω [dumanázo] Ρ2.1α μππ. ντουμανιασμένος : (οικ.) για κλειστό χώρο που γεμίζει πυκνούς καπνούς: Nτουμάνιασε το δωμάτιο. || γίνομαι αιτία να γεμίσει ένας χώρος με καπνό: Mην καπνίζεις άλλο γιατί μας ντουμάνιασες. || δυσκολεύομαι να αναπνεύσω σε ένα χώρο γεμάτο καπνό: Nτουμανιάσαμε εδώ μέσα.
[ντουμάν(ι) -ιάζω]