Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντουμάνι το [dumáni] Ο44 : (οικ.) πυκνός καπνός που δημιουργεί αποπνικτική ατμόσφαιρα: Bγάζει ~ αυτός ο καπνοδόχος. Mας γέμισες ~ με τα τσιγάρα. ~ έγινε εδώ μέσα.
[τουρκ. duman `καπνός, γεμάτο καπνό΄ -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντουμανιάζω [dumanázo] Ρ2.1α μππ. ντουμανιασμένος : (οικ.) για κλειστό χώρο που γεμίζει πυκνούς καπνούς: Nτουμάνιασε το δωμάτιο. || γίνομαι αιτία να γεμίσει ένας χώρος με καπνό: Mην καπνίζεις άλλο γιατί μας ντουμάνιασες. || δυσκολεύομαι να αναπνεύσω σε ένα χώρο γεμάτο καπνό: Nτουμανιάσαμε εδώ μέσα.
[ντουμάν(ι) -ιάζω]